ρεφλέξ

ρεφλέξ
και ριφλέξ, Ν
άκλ.
1. αντανακλαστικό
2. (ως επιθ.) αντανακλαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reflex / αγγλ. reflex < λατ. reflexus, μτχ. παθ. αορ. τού reflecto «επιστρέφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • ριφλέξ — Ν (άκλ. επίθ.) βλ. ρεφλέξ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”